ανάλλαχτος
Смотреть что такое "ανάλλαχτος" в других словарях:
ανάλλαγος — ανάλλαγος, η, ο και ανάλλαχτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει αλλάξει, αμετάβλητος, αναλλοίωτος: Τόσα χρόνια έχουν περάσει και είναι ανάλλαγος. 2. αυτός που δεν αλλάχτηκε, δεν αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο: Γύρισε με το χαρτονόμισμα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)